- συλληπτικός
- -ή, -όν, ΜΑ [συλλαμβάνω]1. γραμμ. περιληπτικός («συλληπτικὰ ὀνόματα», Ευστ.)2. περιεκτικός3. αυτός που συντελεί στη σύλληψη τού εμβρύου, στην κυοφορία («ὑποθυμιάματα συλληπτικά», Αέτ.)αρχ.1. αυτός που είναι ικανός για σύλληψη, για κυοφορία («οὐ συλληπτικὰ τὰ θήλεια», Αριστοτ.)2. βοηθητικός3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συλληπτικόνβοήθεια, αρωγή4. φρ. «συλληπτικὸν σχῆμα»γραμμ. το σχήμα λόγου τής συλλήψεως.επίρρ...συλληπτικῶς ΜΑπεριεκτικά, περιληπτικάαρχ.τακτικά, χωρίς καθυστέρηση.
Dictionary of Greek. 2013.